ξυσματώδης

ξυσματώδης
ξυσματώδης, -ῶδες (Α) [ξύσμα]
όμοιος με ξύσμα, γεμάτος ξύσματα («κοιλίη ξυσματώδεα διαχωρήματα διαχωρέουσα», Ιπποκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξυσματώδης — full of masc/fem acc pl (attic epic doric) ξυσματώδης full of masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ξυσματώδης full of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυσματώδη — ξυσματώδης full of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ξυσματώδης full of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ξυσματώδης full of masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυσματῶδες — ξυσματώδης full of masc/fem voc sg ξυσματώδης full of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυσματώδεα — ξυσματώδης full of neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ξυσματώδης full of masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυσματώδεις — ξυσματώδης full of masc/fem acc pl ξυσματώδης full of masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυσματωδέστερα — ξυσματώδης full of neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυσματωδῶν — ξυσματώδης full of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυσματώδεες — ξυσματώδης full of masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”